- ασπιδοειδής
- ἀσπιδοειδής, -ές και ἀσπιδόεις, -εσσα, -εν (Α)1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσπιδοειδῆ — ἀσπιδοειδής shaped like a shield neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσπιδοειδής shaped like a shield masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσπιδοειδής shaped like a shield masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοειδεῖ — ἀσπιδοειδής shaped like a shield masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσπιδοειδής shaped like a shield masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοειδές — ἀσπιδοειδής shaped like a shield masc/fem voc sg ἀσπιδοειδής shaped like a shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοειδοῦς — ἀσπιδοειδής shaped like a shield masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek